- πάγκοινος
- -η, -ο (ΑΜ πάγκοινος, -ον)1. αυτός στον οποίο συντρέχουν όλοι ή αυτός που ανήκει σε όλους, ο κοινός σε όλους (α. «πάγκοινη πανήγυρη» β. «πάγκοινος χώρα», Πίνδ.)2. ο γνωστός, ο φανερός σε όλους, κοινότατος, πασίγνωστοςνεοελλ.μτφ. κοινότατος, συνηθισμένος, τετριμμένοςαρχ.αυτός στον οποίο μετέχουν όλοι («ἄν μὴ ἀνάγκη καταλάβῃ παγκοίνου στρατείας», Αισχύλ.).επίρρ...παγκοίνως και πάγκοινα (Α παγκοίνως)κοινότατα, σε όλους («έγινε παγκοίνως γνωστό»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + κοινός].
Dictionary of Greek. 2013.